πάραυλα

πάραυλα
πάραυλος
dwelling beside
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάραυλος — (I) ον, Α αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στην αυλή ή αυτός που προέρχεται από κοντινή απόσταση («τίνος βοή πάραυλος ἐξέβη νάπους;» ποια βοή έφθασε εδώ από το κοντινό δάσος; Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐλή]. (II) ον, Α 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”